τετραγωνικός — of a square masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικός — ή, ό / τετραγωνικός, ή, όν, ΝΑ [τετράγωνος] αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, τετράγωνος νεοελλ. 1. μτφ. ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος («τετραγωνικό επιχείρημα») 2. χημ. (για χαρακτηρισμό μιας μορφής υβριδίωσης) αυτή στην οποία συμμετέχουν τέσσερα… … Dictionary of Greek
τετραγωνικά — τετραγωνικός of a square neut nom/voc/acc pl τετραγωνικά̱ , τετραγωνικός of a square fem nom/voc/acc dual τετραγωνικά̱ , τετραγωνικός of a square fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικῶν — τετραγωνικός of a square fem gen pl τετραγωνικός of a square masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικόν — τετραγωνικός of a square masc acc sg τετραγωνικός of a square neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικαῖς — τετραγωνικός of a square fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικαί — τετραγωνικός of a square fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικοῦ — τετραγωνικός of a square masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικούς — τετραγωνικός of a square masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγωνικῆς — τετραγωνικός of a square fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)